- ὀφειλόντως
- ὀφειλόντωςas of debtindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφειλόντως — ὀφειλόντως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «πρεπόντως, δεόντως». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφείλων, οντος τού ὀφείλω] … Dictionary of Greek